παγοπώλης

παγοπώλης
ο, θηλ. παγοπώλισσα
πωλητής πάγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -πώλης (< πωλώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγοπώλης — ο θηλ. ισσα αυτός που πουλάει πάγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγοπωλείο — το κατάστημα πώλησης πάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ο’ Νιλ, Ευγένιος — (Eugene Gladstone O’Neill, Νέα Υόρκη 1888 – Βοστόνη 1953). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1936. Πατέρας του ήταν ο γνωστός, ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός Τζαίημς O’ Νιλ (περίφημος ιδίως για τις αναρίθμητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”